- προσευχή
- Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά λογική άποψη υπάρχουν μερικοί που υποστηρίζουν το προγενέστερο της αυθόρμητης π., αλλά, από φαινομενολογική πλευρά, φαίνεται πιθανότερη η προτεραιότητα της τυποποιημένης π., επειδή είναι ουσιαστικά συγγενής προς τον μαγικό τύπο, που ενεργεί από μόνος του, χωρίς να προϋποθέτει την επέμβαση κάποιου υπερανθρώπινου όντος. Στους λαούς με κάποιο εθνολογικό επίπεδο εμφανίζονται και οι 2 τύποι προσευχής.
Η π. είναι συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, μία αίτηση βοήθειας σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές. Σχετικά με τις στιγμές αυτές οι π. μπορούν να ταξινομηθούν σε τυχαίες, περιοδικές και συνήθεις, ανάλογα με το αν απαγγέλλονται σε μία κρίση τυχαία, περιοδική ή μόνιμη. Τυχαίες κρίσεις μπορούν να προκληθούν από ασθένειες, κινδύνους κλπ., περιστάσεις γενικά στις οποίες ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να στραφεί προς το υπερανθρώπινο, γιατί τις θεωρεί ανυπέρβλητες με τα δικά του μέσα. Περιοδικές κρίσεις είναι εκείνες που εμφανίζονται περιοδικά και περιοδικά ζητούν την επέμβαση του υπερανθρώπινου (εποχικές κρίσεις συνδεδεμένες προπάντων με τη συγκομιδή, νυχτερινές κρίσεις, κρίσεις αφύπνισης, κλπ.)· οι κρίσεις που είναι συνδεδεμένες με την πορεία του χρόνου καθορίζονται συνήθως από τα εορτολόγια που ελέγχουν την επέτειο και προδιαγράφουν τη σχετική τελετουργική συμπεριφορά, στην οποία περιλαμβάνεται ενδεχομένως η απαγγελία καθορισμένων π. Η μόνιμη κρίση είναι εκείνη που καθορίζεται από τη συνείδηση των ανθρώπινων συνθηκών, που εκτιμούνται αρνητικά· η εκτίμηση μπορεί να οφείλεται σε αναγνώριση της κατωτερότητας του ανθρώπου σε σχέση με τα υπερανθρώπινα όντα, οπωσδήποτε και αν τα αντιλαμβάνεται και κατά συνέπεια, στην ανάγκη να καθορίσει με αυτά μία άμεση λατρευτική σχέση μέσω της προσευχής.
Η π. δεν συνίσταται πάντοτε σε μία αίτηση (ειδικής βοήθειας ή γενικής προστασίας). Υπάρχουν και π. που διατυπώνουν μία ευχαριστία και π. που εκφράζονται με απειλές και ύβρεις. Η π. ευχαριστίας, μάλλον σπάνια στους πρωτόγονους λαούς, επικυρώνει τον ευτυχή τερματισμό μιας κρίσης με την αναγνώριση της υπερανθρώπινης επέμβασης. Η υβριστική ή απειλητική π. είναι, αντίθετα, τυπική των πρωτόγονων λαών, οι οποίοι ζητούν συχνά την επέμβαση των προγόνων, των πνευμάτων, των φετίχ κλπ. απειλώντας, στην αντίθετη περίπτωση, να σταματήσουν τη λατρεία τους, ή βρίζοντάς τους αν η βοήθεια αργεί να έρθει.
Ένα τελευταίο είδος π. είναι ο ύμνος, τυπικός των πολυθεϊστικών θρησκειών. Μέσω της π. - ύμνου απευθύνονται προς ένα θεό όχι για να του ζητήσουν κάτι, αλλά για να τον εξυμνήσουν, απαριθμώντας τις ιδιότητές του και μνημονεύοντας ενδεχομένως τις μυθικές πράξεις του. Ο ύμνος, του οποίου κυριότερη λειτουργία είναι να προσδιορίσει όσο το δυνατό καλύτερα τη θεότητα με την οποία θα σταθεροποιηθεί η λατρευτική σχέση, απαγγέλλεται γενικά σε εορταστικές εκδηλώσεις όταν ζητείται η παρουσία του θεού στον οποίο απευθύνεται· γι’ αυτό, ακόμα και αν είναι τυπικά μια εξύμνηση χωρίς τη διατύπωση ικεσιών, καταλήγει ουσιαστικά στην επιζήτηση της θείας επέμβασης ως παρακλητική προσευχή.
Χριστιανισμός. Στη χριστιανική θρησκεία η π. ορίζεται, στην ευρύτερη και γενικότερη σημασία της, ως η ανύψωση στον Θεό της ψυχής του πιστού, ο οποίος του εκφράζει αισθήματα αγάπης και ευγνωμοσύνης, τον ικετεύει να του παράσχει κάθε χάρη, με σκοπό την ικανοποίηση των πνευματικών και γήινων αναγκών του, ή τον ευχαριστεί για τα αγαθά που πιστεύει ότι πήρε από αυτόν. Επειδή οι πιστοί έχουν επιτακτική ανάγκη να απευθύνονται στον Θεό, η π. θεωρήθηκε από τις αρχές ήδη της Εκκλησίας, ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της θρησκευτικής ζωής. Αυτή όμως γεννήθηκε στους κόλπους του εβραϊσμού και από την Αγία Γραφή αντλήθηκαν οι πρώτες π. που υιοθέτησαν οι χριστιανοί (οι Ψαλμοί, που απαγγέλλονταν ή ψάλλονταν, τα αναγνώσματα, οι ομιλίες κλπ). Αλλά η χριστιανική π., αν και απηχούσε την επίδραση των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης, ξεχώριζε από την εβραϊκή με ένα χαρακτηριστικό στοιχείο· οι πιστοί συνέχιζαν βέβαια να απευθύνονται προς τον Θεό, όπως οι Εβραίοι, αλλά με τη μεσολάβηση του Μεσσία Ιησού, που ήρθε ανάμεσα στους ανθρώπους ως μεσίτης και σωτήρας. Η π. από θεολογική πλευρά έχει διπλή όψη: υποκειμενική, όταν το πνεύμα υψώνεται απευθείας στον Θεό, και αντικειμενική, όταν απευθύνεται στον Θεό με ένα καθορισμένο αίτημα. Η π. μπορεί να γίνεται προφορικά ή νοερά. Μπορεί να είναι ακόμα δημόσια, όταν απαγγέλλεται από τον ιερέα στη θεία λειτουργία, ή ιδιωτική, όταν απαγγέλλεται από τους ίδιους τους πιστούς ιδιαιτέρως. Μεταξύ των π. που είναι πολυάριθμες και βρίσκονται και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας, εξέχουσα θέση κατέχει η Κυριακή π. (Πάτερ ημών).
«Η Παναγία με το βιβλίο των προσευχών», έργο του Νταβίντ (Δημοτικό Μουσείο Καλών Τεχνών, Ρουέν).
Γυναίκες του Θιβέτ προσεύχονται σε μοναστήρι στο Νέο Δελχί (φωτ. ΑΠΕ).
Προσευχή μουσουλμάνων της Σεμπρένιτσα (φωτ. ΑΠΕ).
Βουδιστές μοναχοί προσεύχονται σε ναό της Ινδονησίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, ΝΜΑ [προσεύχομαι]θρησκειολ. πράξη επικοινωνίας τού ανθρώπου με τον θεό, ή τους θεούς, με το υπέρτατο βασίλειο ή με τις υπερφυσικές δυνάμεις, ατομική ή ομαδική, δημόσια ή κατά μόνας, με απαγγελία, άσμα, ψιθυριστά ή σιωπηλά (α. «ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου», ΠΔβ. «κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς», πάπ.)νεοελλ.φρ. α) «χαλί προσευχής» — τύπος χαλιού τής κεντρικής και δυτικής Ασίας που χρησιμοποιείται από τους μουσουλμάνους για να καλύπτουν το γυμνό έδαφος ή το δάπεδο και να γονατίζουν την ώρα που προσεύχονταιβ) «βιβλίο προσευχών» — ευχολόγιο τής Αγγλικανικής Εκκλησίαςαρχ.-μσν.τόπος προσευχής.
Dictionary of Greek. 2013.